ροιαδώδη

ροιαδώδη
Τάξη δικοτυλήδονων φυτών, συνήθως ποωδών, στην οποία υπάγονται οι 2 σπουδαίες οικογένειες των παπαβεριδών και κρουτσιφόρων, καθώς και οι λιγότερο πλούσιες σε είδη, αλλά πολύ συγγενείς προς αυτές, οικογένειες των φουμαριιδών, καππαριδιδών και ρεζεδιδών. Οι δυο τελευταίες πλησιάζουν περισσότερο προς τα κρουτσιφόρα, ενώ η πρώτη προς τους Παπαβερίδες. Μερικοί επιστήμονες συγχωνεύουν τους φουμαριίδες, ως υποοικογένεια στην οικογένεια των παπαβεριδών. Έχουν άνθη ερμαφρόδιτα, με κάλυκα και στεφάνη· σε μερικές περιπτώσεις (παπαβερίδες, φουμαριίδες) ο κάλυκας αποτελείται από εύπτωτα σέπαλα· η ωοθήκη είναι επιφυής και τα φύλλα συνήθως επαλλάσσοντα και χωρίς μίσχο.
* * *
τα, Ν
βοτ. βλ. ροιαδώδης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ροιαδικός — ή, ό, Ν [ροιάς, άδος] (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ροιαδικά βοτ. τα ροιαδώδη …   Dictionary of Greek

  • ροιαδώδης — ες, Ν το ουδ. ως ουσ. τα ροιαδώδη βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που έχουν ως χαρακτηριστικά την κυρτή ανθοδόχη, τα χωριστά πέταλα και την επιφυή ωοθήκη με πλευρική πρόσφυση τών σπερματικών βλαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • φουμαριίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια δικότυλων φυτών τής τάξης ροιαδώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fumariaceae < fumaria (βλ. λ. φουμαρία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”