- ροιαδώδη
- Τάξη δικοτυλήδονων φυτών, συνήθως ποωδών, στην οποία υπάγονται οι 2 σπουδαίες οικογένειες των παπαβεριδών και κρουτσιφόρων, καθώς και οι λιγότερο πλούσιες σε είδη, αλλά πολύ συγγενείς προς αυτές, οικογένειες των φουμαριιδών, καππαριδιδών και ρεζεδιδών. Οι δυο τελευταίες πλησιάζουν περισσότερο προς τα κρουτσιφόρα, ενώ η πρώτη προς τους Παπαβερίδες. Μερικοί επιστήμονες συγχωνεύουν τους φουμαριίδες, ως υποοικογένεια στην οικογένεια των παπαβεριδών. Έχουν άνθη ερμαφρόδιτα, με κάλυκα και στεφάνη· σε μερικές περιπτώσεις (παπαβερίδες, φουμαριίδες) ο κάλυκας αποτελείται από εύπτωτα σέπαλα· η ωοθήκη είναι επιφυής και τα φύλλα συνήθως επαλλάσσοντα και χωρίς μίσχο.
* * *τα, Νβοτ. βλ. ροιαδώδης.
Dictionary of Greek. 2013.